ἄστακτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄστακτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ἄσταχτος</i>. | |mltxt=[[ἄστακτος]], -ον (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>ἄσταχτος</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.
German (Pape)
[Seite 374] nicht tröpfelnd, sondern reichlich fließend, ὕδωρ Eur. I. T 1242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coule abondamment litt. non goutte à goutte.
Étymologie: ἀ, στάζω.
Spanish (DGE)
-ον
que fluye constantemente ὕδατα E.IT 1242, cf. Hsch.α 7815.
Greek Monolingual
ἄστακτος, -ον (Α)
βλ. ἄσταχτος.
Greek Monotonic
ἄστακτος: αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.