αστρικός: Difference between revisions
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
(6) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστρικός]], -ή, -όν) [[άστρον]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αστρική</i><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> Ι. <i>το αστρικό</i><br /><b>1.</b> το πεπρωμένο, το [[ριζικό]]<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]], το [[ζώδιο]] ενός ανθρώπου<br /><b>3.</b> η ανεμοθύελλα<br /><b>4.</b> <i>τα αστρικά</i><br />τα στοιχεία της φύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστρικός]], -ή, -όν) [[άστρον]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η αστρική</i><br /><b>1.</b> η [[αστρολογία]]<br /><b>2.</b> η [[μοίρα]] του ανθρώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> Ι. <i>το αστρικό</i><br /><b>1.</b> το πεπρωμένο, το [[ριζικό]]<br /><b>2.</b> ο [[αστερισμός]], το [[ζώδιο]] ενός ανθρώπου<br /><b>3.</b> η ανεμοθύελλα<br /><b>4.</b> <i>τα αστρικά</i><br />τα στοιχεία της φύσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀστρικός]]<br />ο [[αστρολόγος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστρικός, -ή, -όν) άστρον
αυτός που έχει σχέση με τ' άστρα ή που προέρχεται απ' αυτά
νεοελλ.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η αστρική
1. η αστρολογία
2. η μοίρα του ανθρώπου
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. Ι. το αστρικό
1. το πεπρωμένο, το ριζικό
2. ο αστερισμός, το ζώδιο ενός ανθρώπου
3. η ανεμοθύελλα
4. τα αστρικά
τα στοιχεία της φύσης
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἀστρικός
ο αστρολόγος.