αστικός: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(6) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστικός]], -ή, -όν)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[άστυ]], στην [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αγαπά τη ζωή της πόλης<br /><b>2.</b> ο καλλιεργημένος, ο [[πολιτισμένος]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀστικός]], -ή, -όν)<br />όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο [[άστυ]], στην [[πόλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική [[τάξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αγαπά τη ζωή της πόλης<br /><b>2.</b> ο καλλιεργημένος, ο [[πολιτισμένος]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[αστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άστ</i>-<i>υ</i> (-<i>εως</i>) <span style="color: red;"><</span> [[αστός]]<br />η [[γραφή]] <i>αστυ</i>-<i>κός</i> ([[αντί]] <i>αστ</i>-<i>ικός</i>) [[είναι]] μεταγενέστερη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστικός, -ή, -όν)
όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη
αρχ.
1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης
2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος
3. ως ουσ. ο αστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστ-υ (-εως) < αστός
η γραφή αστυ-κός (αντί αστ-ικός) είναι μεταγενέστερη].