ατηρός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτηρός]], -ά, -όν (Α)<br />Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀτηρόν» — [[καταστροφή]], [[συμφορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτηρῶς</i><br />τρομερά, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άτη</i> ( | |mltxt=[[ἀτηρός]], -ά, -όν (Α)<br />Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην [[καταστροφή]]<br /><b>2.</b> [[ολέθριος]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> «τὸ ἀτηρόν» — [[καταστροφή]], [[συμφορά]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀτηρῶς</i><br />τρομερά, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>άτη</i> (πρβλ. [[λυπηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[λύπη]], [[οδυνηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[οδύνη]], [[τολμηρός]] <span style="color: red;"><</span> [[τόλμη]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀτηρός, -ά, -όν (Α)
Ι. 1. αυτός που έχει τυφλωθεί από την άτη, που ωθείται στην καταστροφή
2. ολέθριος, καταστρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. «τὸ ἀτηρόν» — καταστροφή, συμφορά
II. επίρρ. ἀτηρῶς
τρομερά, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άτη (πρβλ. λυπηρός < λύπη, οδυνηρός < οδύνη, τολμηρός < τόλμη κ.ά.)].