αὐτοκέλευστος: Difference between revisions
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτοκέλευστος]], -ον (Α)<br />αυτός που συντελείται εκούσια, με τη [[θέληση]] του ενδιαφερομένου. | |mltxt=[[αὐτοκέλευστος]], -ον (Α)<br />αυτός που συντελείται εκούσια, με τη [[θέληση]] του ενδιαφερομένου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτοκέλευστος:''' -ον, αυτός που έρχεται με δική του [[πρωτοβουλία]], δηλ. [[απρόσκλητος]] ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A self-bidden, i. e. unbidden, X.An.3.4.5, D.H.8.66, AP5.21 (Rufin.); προθυμία Ph.2.90, al. Adv. -τως Aristeas 92.
German (Pape)
[Seite 398] auf eigenen Befehl, also ungeheißen, von selbst, Xen. An. 3, 4, 5 u. Sp., wie Dion. Hal. 8, 66.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκέλευστος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐξ οἰκείας θελήσεως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 5, Διον. Ἁλ. 8. 66, Ἀνθ. Π. 5. 22. ‒ Ἐπίρρ. -τως Ἐκκλ. ἀλλ’ ὡσαύτως αὐτοκελευστὶ Φίλων σ. 19. Mai.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui agit des sa propre volonté, spontané.
Étymologie: αὐτός, κελεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 que se ofrece a sí mismo, espontáneo de pers. en posición pred. αὐτοκέλευστοι οἱ Ἕλληνες ᾐκίσαντο X.An.3.4.5, ἔγνωσαν αὐτοκέλευστοι D.H.8.66, διχῇ ἐνεμήθησαν αὐτοκέλευστοι D.C.41.39.4, κοίρανος Nonn.Par.Eu.Io.19.15, πόρτις Nonn.D.15.215, de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.5.15, 18.4, del Espíritu Santo, Gr.Naz.M.37.408A
•tb. de abstr. πόθος AP 5.22 (Rufin.), προθυμία Ph.2.90
•ἐκ τοῦ αὐτοκελεύστου espontáneamente Arr.Parth.34.
2 aceptado voluntariamente ἀνάγκη Nil.M.79.601B.
3 adv. -ως voluntariamente αὐ. διαπονεῖν Aristeas 92.
Greek Monolingual
αὐτοκέλευστος, -ον (Α)
αυτός που συντελείται εκούσια, με τη θέληση του ενδιαφερομένου.
Greek Monotonic
αὐτοκέλευστος: -ον, αυτός που έρχεται με δική του πρωτοβουλία, δηλ. απρόσκλητος ή με τη θέλησή του, σε Ξεν., Ανθ.