αύλειος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(7)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὔλειος]] και [[αὔλιος]], -α, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην [[αυλή]] («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῡ ἐπ' αὐλείου», «[[ἐκτός]] αὐλείων πυλῶν»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> «[[αὔλειος]] και [[αὔλιος]]», «[[αὐλεία]] και [[αὐλία]]» — η [[θύρα]] της αυλής, η [[αυλόπορτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έρκειος</i> «αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στον αυλόγυρο»].
|mltxt=[[αὔλειος]] και [[αὔλιος]], -α, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην [[αυλή]] («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου», «[[ἐκτός]] αὐλείων πυλῶν»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> «[[αὔλειος]] και [[αὔλιος]]», «[[αὐλεία]] και [[αὐλία]]» — η [[θύρα]] της αυλής, η [[αυλόπορτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>έρκειος</i> «αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στον αυλόγυρο»].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

αὔλειος και αὔλιος, -α, -ον και -ος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην αυλή («αὐλείῃσι θύρῃσι», «οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου», «ἐκτός αὐλείων πυλῶν»)
2. το θηλ. ως ουσ. «αὔλειος και αὔλιος», «αὐλεία και αὐλία» — η θύρα της αυλής, η αυλόπορτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Ο σχηματισμός του επιθ. πιθ. αναλογικά προς το έρκειος «αυτός που ανήκει στο έρκος, στον αυλόγυρο»].