ἄψοφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄψοφος]], -ον) [[ψόφος]]<br />ο [[αψόφητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄψοφος]], -ον) [[ψόφος]]<br />ο [[αψόφητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄψοφος:''' -ον, = [[ἀψόφητος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄψοφος Medium diacritics: ἄψοφος Low diacritics: άψοφος Capitals: ΑΨΟΦΟΣ
Transliteration A: ápsophos Transliteration B: apsophos Transliteration C: apsofos Beta Code: a)/yofos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀφόφητος, S.Tr.967 (lyr.), E.Tr.887, Com.Adesp.1310, Arist.de An.420a7. Adv. -φως and -φέως EM183.22.

German (Pape)

[Seite 421] dasselbe, στόμα ἔχειν B. A. p. 9; κέλευθος Eur. Troad. 887; Soph. Trach. 968.

Greek (Liddell-Scott)

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, Ἱππ. 344. 51, Σοφ. Τρ. 967, Εὐρ. Τρῳ. 887. Ἐπίρρ. -φως Γρηγ. Ναζ.: -φέως Ἐτυμ. Μ. 183, 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψόφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no hace ruido, silencioso βαρεῖαν ἄψοφον φέρει βάσιν S.Tr.967, ἴχνος Call.Ap.12, Del.302, Nonn.D.13.10, ἄ. κέλευθος E.Tr.887, Plot.4.4.45, Procl.in Ti.1.398.18, An.Ox.3.411, θεὸς δ' ἰχνεύουσα δι' ὕδατος ἄψοφον ἀκτήν Nonn.D.41.106, αὐτὸς ... ἄψοφον ὁ ἀήρ Arist.de An.420a7, ἀπὸ τῆς ἀψόφου ... ἐκπνοῆς Gal.4.478, ὑδάτων δὲ χύσις ἄ. στάτω Synes.Hymn.2.42
fig. de abstr. θεωρία ἄ. Plot.3.8.4
de la boca callada ἄψοφον ἔχειν στόμα Trag.Adesp.336a, Com.Adesp.1310.
2 adv. -ως jón. -έως sin ruido, silenciosamente Plot.4.3.4, EM 377, 523, An.Ox.1.374.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄψοφος, -ον) ψόφος
ο αψόφητος.

Greek Monotonic

ἄψοφος: -ον, = ἀψόφητος, σε Σοφ., Ευρ.