βαρυταρβής: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυταρβής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />[[εκείνος]] που προκαλεί μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[τάρβος]] «[[φόβος]], [[τρόμος]]»].
|mltxt=[[βαρυταρβής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />[[εκείνος]] που προκαλεί μεγάλο φόβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[τάρβος]] «[[φόβος]], [[τρόμος]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυταρβής:''' наводящий ужас, ужасающий (τυπάνου [[εἰκών]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 18:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠταρβής Medium diacritics: βαρυταρβής Low diacritics: βαρυταρβής Capitals: ΒΑΡΥΤΑΡΒΗΣ
Transliteration A: barytarbḗs Transliteration B: barytarbēs Transliteration C: varytarvis Beta Code: barutarbh/s

English (LSJ)

ές,

   A terrifying, εἰκών A.Fr.57.11.

German (Pape)

[Seite 435] τυμπάνου ἠχώ, schwer erschreckend, Aesch. frg. Edon. 51.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠταρβής: -ές, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φοβερός, εἰκὼν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠταρβής) -ές
gravemente pavoroso τυμπάνου δ' εἰκών ... φέρεται β. A.Fr.57.11.

Greek Monolingual

βαρυταρβής (-οῡς), -ές (Α)
εκείνος που προκαλεί μεγάλο φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + τάρβος «φόβος, τρόμος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρυταρβής: наводящий ужас, ужасающий (τυπάνου εἰκών Aesch.).