ἀχρηματία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀχρηματία]]) [[αχρήματος]]<br />[[έλλειψη]] χρημάτων.
|mltxt=η (AM [[ἀχρηματία]]) [[αχρήματος]]<br />[[έλλειψη]] χρημάτων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχρημᾰτία:''' ἡ, [[έλλειψη]] χρημάτων, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρημᾰτία Medium diacritics: ἀχρηματία Low diacritics: αχρηματία Capitals: ΑΧΡΗΜΑΤΙΑ
Transliteration A: achrēmatía Transliteration B: achrēmatia Transliteration C: achrimatia Beta Code: a)xrhmati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Geldmangel, Armuth, Thuc. 1. 4 u. oft bei Sp.; auch ἀχρημασία (?), s. Lob. Phryn. 507.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρηματία: ἡ, ἔλλειψις χρημάτων, Θουκ. 1. 11, Διον. Ἁλ. 7. 24: - Ρῆμα ἀχρηματέω,Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’argent.
Étymologie: ἀχρήματος.

Spanish (DGE)

(ἀχρημᾰτία) -ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Eus.Mynd.7
falta de dinero, penuria αἴτιον δ' ἦν οὐχ ἡ ὀλιγανθρωπία τοσοῦτον ὅσον ἡ ἀχρηματία Th.1.11, cf. D.H.7.24, Plu.Fab.2, D.C.73.8.4, Epit.8.26.14, Lib.Decl.1.91, οἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τῶν δὲ σπουδαίων ... ἀχρηματίην καταγνῶσι Eus.Mynd.l.c.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρηματία) αχρήματος
έλλειψη χρημάτων.

Greek Monotonic

ἀχρημᾰτία: ἡ, έλλειψη χρημάτων, σε Θουκ.