βακχιώτης: Difference between revisions

From LSJ

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source
(7)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βακχιώτης]], ο (Α) [[Βάκχος]]<br />ο [[βακχευτής]].
|mltxt=[[βακχιώτης]], ο (Α) [[Βάκχος]]<br />ο [[βακχευτής]].
}}
{{elru
|elrutext='''βακχιώτης:''' дор. [[βακχιώτας]], ου adj. m Soph. = [[βακχεῖος]].
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.

Greek Monolingual

βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.

Russian (Dvoretsky)

βακχιώτης: дор. βακχιώτας, ου adj. m Soph. = βακχεῖος.