βουφάγος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)]. | |mltxt=[[βουφάγος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να φάει ένα [[βόδι]] [[μόνος]] του, [[φαγάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -[[φάγος]] <span style="color: red;"><</span> [[φαγείν]], απρμφ. του <i>έφαγον</i> (αόρ. β' του [[εσθίω]] «[[τρώγω]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουφάγος:''' [ᾰ], -ον ([[φαγεῖν]]), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A ox-eating, Simon.179.4, AP7.426 (Antip. Sid.); of Hercules, Luc. Am.4, Porph.Abst.1.22, cf. AP9.59 (Antip.): expld. by πολυφάγος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] Rinder fressend, λέων Antp. Sid. 91 (VII, 426); Herkules, Luc. Amor. 7; Ant. Th. 19 (IX, 59); übh. gefräßig.
Greek (Liddell-Scott)
βουφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων βοῦς, Σιμων. ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 217, πρβλ. 7. 426· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λουκ. Ἔρωσ. 4, πρβλ. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 59.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mange les bœufs.
Étymologie: βοῦς, φαγεῖν.
Greek Monolingual
βουφάγος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να φάει ένα βόδι μόνος του, φαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -φάγος < φαγείν, απρμφ. του έφαγον (αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].
Greek Monotonic
βουφάγος: [ᾰ], -ον (φαγεῖν), αυτός που τρώει, που καταβροχθίζει βόδια, σε Ανθ.