βοσπόρειος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=βοσπόρειος | |||
|Medium diacritics=βοσπόρειος | |||
|Low diacritics=βοσπόρειος | |||
|Capitals=ΒΟΣΠΟΡΕΙΟΣ | |||
|Transliteration A=bospóreios | |||
|Transliteration B=bosporeios | |||
|Transliteration C=vosporeios | |||
|Beta Code=bospo/reios | |||
|Definition=ον, v. [[βόσπορος]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[βοσπόρειος]] και βοσπόριος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν. | |mltxt=-α, -ο (AM [[βοσπόρειος]] και βοσπόριος, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 31 January 2021
English (LSJ)
ον, v. βόσπορος.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βοσπόρειος και βοσπόριος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Βόσπορο ή προέρχεται απ' αυτόν.