βουποίμην: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουποίμην]], ο (Α)<br />ο [[βουκόλος]].
|mltxt=[[βουποίμην]], ο (Α)<br />ο [[βουκόλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουποίμην:''' -ενος, ὁ, [[βοσκός]] των βοδιών, [[αγελαδάρης]], [[βουκόλος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουποίμην Medium diacritics: βουποίμην Low diacritics: βουποίμην Capitals: ΒΟΥΠΟΙΜΗΝ
Transliteration A: boupoímēn Transliteration B: boupoimēn Transliteration C: voupoimin Beta Code: boupoi/mhn

English (LSJ)

ενος, ὁ,

   A herdsman, ib.7.622 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 459] ενος, Ochsenhirt, Antiphil. 30 (VII, 622).

Greek (Liddell-Scott)

βουποίμην: -ενος, ὁ, βουκόλος, βοσκὸς βοῶν, Ἀνθ. II. 7. 622.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ) :
bouvier.
Étymologie: βοῦς, ποιμήν.

Spanish (DGE)

-ενος, ὁ pastor, AP 7.622 (Antiphil.).

Greek Monolingual

βουποίμην, ο (Α)
ο βουκόλος.

Greek Monotonic

βουποίμην: -ενος, ὁ, βοσκός των βοδιών, αγελαδάρης, βουκόλος, σε Ανθ.