βουποίμην: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουποίμην]], ο (Α)<br />ο [[βουκόλος]]. | |mltxt=[[βουποίμην]], ο (Α)<br />ο [[βουκόλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουποίμην:''' -ενος, ὁ, [[βοσκός]] των βοδιών, [[αγελαδάρης]], [[βουκόλος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ενος, ὁ,
A herdsman, ib.7.622 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 459] ενος, Ochsenhirt, Antiphil. 30 (VII, 622).
Greek (Liddell-Scott)
βουποίμην: -ενος, ὁ, βουκόλος, βοσκὸς βοῶν, Ἀνθ. II. 7. 622.
French (Bailly abrégé)
ενος (ὁ) :
bouvier.
Étymologie: βοῦς, ποιμήν.
Spanish (DGE)
-ενος, ὁ pastor, AP 7.622 (Antiphil.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βουποίμην: -ενος, ὁ, βοσκός των βοδιών, αγελαδάρης, βουκόλος, σε Ανθ.