γάβρος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(7)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[γαύρος]], ο<br />το [[ψάρι]] Εγγραυλίς η [[εγκρασίχολος]], η [[αντσούγα]], το [[χαψί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γαύρος]] (ΙΙ)].———————— <b>(II)</b><br />ο<br />[[δέντρο]] της τάξης των Κυπελλοφόρων, αγριοτσουκνίδα, [[ζυγία]] η [[δίξιφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γράβος</i>, με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-. Η λ. <i>γράβος</i> έχει υποτεθεί ότι προήλθε από ένα αμάρτυρο αρχαίο <i>γράβος</i> «[[είδος]] δρυός ή πρίνου», του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το ουσ. [[γράβιον]] «[[δάδα]] από [[ξύλο]] δρυός ή πρίνου», θεωρούμενο παράγωγο του <i>γράβος</i>. Κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <b>(σλαβ.)</b> <i>garbrŭ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>grabrŭ</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[γαύρος]], ο<br />το [[ψάρι]] Εγγραυλίς η [[εγκρασίχολος]], η [[αντσούγα]], το [[χαψί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γαύρος]] (ΙΙ)].<br /><b>(II)</b><br />ο<br />[[δέντρο]] της τάξης των Κυπελλοφόρων, αγριοτσουκνίδα, [[ζυγία]] η [[δίξιφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γράβος</i>, με [[μετάθεση]] του -<i>ρ</i>-. Η λ. <i>γράβος</i> έχει υποτεθεί ότι προήλθε από ένα αμάρτυρο αρχαίο <i>γράβος</i> «[[είδος]] δρυός ή πρίνου», του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το ουσ. [[γράβιον]] «[[δάδα]] από [[ξύλο]] δρυός ή πρίνου», θεωρούμενο παράγωγο του <i>γράβος</i>. Κατ' άλλους <span style="color: red;"><</span> <b>(σλαβ.)</b> <i>garbrŭ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>grabrŭ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:47, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και γαύρος, ο
το ψάρι Εγγραυλίς η εγκρασίχολος, η αντσούγα, το χαψί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαύρος (ΙΙ)].
(II)
ο
δέντρο της τάξης των Κυπελλοφόρων, αγριοτσουκνίδα, ζυγία η δίξιφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράβος, με μετάθεση του -ρ-. Η λ. γράβος έχει υποτεθεί ότι προήλθε από ένα αμάρτυρο αρχαίο γράβος «είδος δρυός ή πρίνου», του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το ουσ. γράβιον «δάδα από ξύλο δρυός ή πρίνου», θεωρούμενο παράγωγο του γράβος. Κατ' άλλους < (σλαβ.) garbrŭ < grabrŭ].