Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γαλανός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
(7)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[γαλανομάτης]]<br /><b>3.</b> [[λευκός]], [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>γαλανό</i>, <i>το</i><br />το [[ζαφείρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανώς <span style="color: red;"><</span> <b>(βυζ.)</b> <i>καλανός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[καλάινος]] «αυτός που έχει [[χρώμα]] γαλάζιο ανοιχτό έως [[λευκό]]». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[γάλα]].———————— <b>(II)</b><br />[[γαλανός]], -ή, -όν (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γαληνός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας<br /><b>2.</b> ο [[γαλανομάτης]]<br /><b>3.</b> [[λευκός]], [[άσπρος]] σαν το [[γάλα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>γαλανό</i>, <i>το</i><br />το [[ζαφείρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθανώς <span style="color: red;"><</span> <b>(βυζ.)</b> <i>καλανός</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[καλάινος]] «αυτός που έχει [[χρώμα]] γαλάζιο ανοιχτό έως [[λευκό]]». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. [[γάλα]].<br /><b>(II)</b><br />[[γαλανός]], -ή, -όν (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γαληνός]].
}}
}}

Revision as of 12:38, 8 January 2019

German (Pape)

[Seite 471] dor. für γαλήνη, γαληνός.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό
1. αυτός που έχει το χρώμα του ξάστερου ουρανού ή της ήρεμης θάλασσας
2. ο γαλανομάτης
3. λευκός, άσπρος σαν το γάλα
4. το ουδ. ως ουσ. γαλανό, το
το ζαφείρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < (βυζ.) καλανός < αρχ. καλάινος «αυτός που έχει χρώμα γαλάζιο ανοιχτό έως λευκό». Κατ' άλλους πρόκειται για παρετυμολογικό σχηματισμό από τη λ. γάλα.
(II)
γαλανός, -ή, -όν (δωρ. τ.) (Α)
ο γαληνός.