γεωλοφία: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γεωλοφία]], η (Α) [[γεώλοφος]]<br />[[χωμάτινος]] [[λόφος]].
|mltxt=[[γεωλοφία]], η (Α) [[γεώλοφος]]<br />[[χωμάτινος]] [[λόφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεωλοφία:''' ἡ, [[λόφος]] από [[χώμα]], από γη, σε Στράβ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωλοφία Medium diacritics: γεωλοφία Low diacritics: γεωλοφία Capitals: ΓΕΩΛΟΦΙΑ
Transliteration A: geōlophía Transliteration B: geōlophia Transliteration C: geolofia Beta Code: gewlofi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hill of earth, Str.5.4.3, AP6.98 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 488] ἡ, Erdhügel, Strab. 5, 4, 3; Z on. 2 (VI, 98).

Greek (Liddell-Scott)

γεωλοφία: ἡ, λόφος ἐκ γῆς, ἐκ χώματος, Στράβ. 242, Ἀνθ. Π. 6. 98.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
colline de terre, colline.
Étymologie: γεώλοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
colina Str.5.4.3, Ps.Dicaearch.2.7, AP 6.98 (Zon.).

Greek Monolingual

γεωλοφία, η (Α) γεώλοφος
χωμάτινος λόφος.

Greek Monotonic

γεωλοφία: ἡ, λόφος από χώμα, από γη, σε Στράβ., Ανθ.