γομφοπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] συναρμολογημένος με καρφιά<br /><b>2.</b> (για τις λέξεις) [[πολυσύνθετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόμφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>παγ</i>-, <i>επάγην</i> (<b>βλ.</b> [[πήγνυμι]])].
|mltxt=-ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] συναρμολογημένος με καρφιά<br /><b>2.</b> (για τις λέξεις) [[πολυσύνθετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόμφος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>παγ</i>-, <i>επάγην</i> (<b>βλ.</b> [[πήγνυμι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γομφοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι [[καλά]] συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφοπᾰγής Medium diacritics: γομφοπαγής Low diacritics: γομφοπαγής Capitals: ΓΟΜΦΟΠΑΓΗΣ
Transliteration A: gomphopagḗs Transliteration B: gomphopagēs Transliteration C: gomfopagis Beta Code: gomfopagh/s

English (LSJ)

ές,

   A fastened with bolts: metaph., creaky, ῥήματα γομφοπαγῆ, of the long compound words of Aeschylus, Ar.Ra.824.

German (Pape)

[Seite 500] ές, durch Nägel verbunden, ῥήματα Ar. Ran. 823, von den kühnen Wortzusammensetzungen des Aeschylus.

Greek (Liddell-Scott)

γομφοπᾰγής: ἐς, ἠσφαλισμένος δι’ ἥλων, καλῶς συμπεπηγμένος, ῥήματα γομφοπαγῆ, ἐπὶ τῶν μακρῶν συνθέτων λέξεων τοῦ Αἰσχύλου, Ἀριστοφ. Βατρ. 824.

Spanish (DGE)

(γομφοπᾰγής) -ές
unido con pernos fig. de las largas palabras compuestas de Esquilo, Ar.Ra.824.

Greek Monolingual

-ές (Α)
1. αυτός που είναι συναρμολογημένος με καρφιά
2. (για τις λέξεις) πολυσύνθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + -παγής < (θ.) παγ-, επάγην (βλ. πήγνυμι)].

Greek Monotonic

γομφοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), ασφαλισμένος με καρφιά, αυτός που είναι καλά συμπεπηγμένος, σε Αριστοφ.