γραμματοδιδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
}}
{{elru
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό начальная школа Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:16, 31 December 2018

English (LSJ)

τό,

   A = γραμματεῖον11, Plu.2.712a, al.

German (Pape)

[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).

Greek Monolingual

γραμματοδιδασκαλεῑον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.

Russian (Dvoretsky)

γραμματοδιδασκαλεῖον: τό начальная школа Luc., Plut.