γρίφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(8)
 
(CSV import)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM γρῑφος)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[περίπλοκος]] και [[δυσνόητος]], [[αίνιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ονοματοπαίγνιο]] [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] ή [[φράση]] παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />ο γρίπος, το [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>γρίπος</i>].
|mltxt=ο (AM γρῑφος)<br /><b>1.</b> [[λόγος]] [[περίπλοκος]] και [[δυσνόητος]], [[αίνιγμα]]<br /><b>2.</b> [[ονοματοπαίγνιο]] [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] ή [[φράση]] παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.<br /><b>αρχ.</b><br />ο γρίπος, το [[δίχτυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>γρίπος</i>].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, [[αἴνιγμα]]). Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).
}}
}}

Revision as of 14:55, 14 October 2022

Greek Monolingual

ο (AM γρῑφος)
1. λόγος περίπλοκος και δυσνόητος, αίνιγμα
2. ονοματοπαίγνιο κατά το οποίο μία λέξη ή φράση παρίσταται με εικόνες, γράμματα, αριθμούς κ.λπ.
αρχ.
ο γρίπος, το δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρίπος].

Mantoulidis Etymological

(=δίχτυ ψαράδων, καθετί περίπλοκο, αἴνιγμα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως ἀπ τήν ἴδια ρίζα μέ τό ῥίψ (=ψάθα).