δημοτερπής: Difference between revisions
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
(9) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>]. | |mltxt=[[δημοτερπής]], -ές (Α)<br />αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τερπής</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέρπος]] (το) —το μαρτυρούμενο <i>τέρπεα</i> (τα) [[είναι]] μεταγενέστερο— ή <span style="color: red;"><</span> [[τέρπω]] / <i>τέρπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>α</i>-<i>τερπής</i>, <i>ευ</i>-<i>τερπής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δημοτερπής:''' приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ [[τραγῳδία]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.
Spanish (DGE)
-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
•subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.
Greek Monolingual
δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].
Russian (Dvoretsky)
δημοτερπής: приятный для народа, увлекательный (τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ἡ τραγῳδία Plat.).