διαφοιβάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διαφοιβάζω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον μανιακό.
|mltxt=[[διαφοιβάζω]] (Α)<br />[[κάνω]] κάποιον μανιακό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαφοιβάζω:''' [[οδηγώ]] στην [[τρέλα]], [[εξοργίζω]] — Παθ. απαρ. παρακ. <i>διαπεφοιβάσθαι</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφοιβάζω Medium diacritics: διαφοιβάζω Low diacritics: διαφοιβάζω Capitals: ΔΙΑΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: diaphoibázō Transliteration B: diaphoibazō Transliteration C: diafoivazo Beta Code: diafoiba/zw

English (LSJ)

   A drive mad, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Aj.332.

Greek (Liddell-Scott)

διαφοιβάζω: ἐκμαίνω, μαινόμενον ποιῶ, διαπεφοιβάσθαι κακοῖς Σοφ. Αἴ. 332.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. inf. διαπεφοιβάσθαι;
agiter d’un transport furieux, mettre hors de soi.
Étymologie: διά, φοιβάζω.

Spanish (DGE)

enloquecer de terror λέγεις ... τὸν ἄνδρα διαπεφοιβάσθαι κακοῖς S.Ai.332.

Greek Monolingual

διαφοιβάζω (Α)
κάνω κάποιον μανιακό.

Greek Monotonic

διαφοιβάζω: οδηγώ στην τρέλα, εξοργίζω — Παθ. απαρ. παρακ. διαπεφοιβάσθαι, σε Σοφ.