δοτική: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(9)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[δοτική]]<br />Α [[δοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τρίτη]] [[πτώση]] τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b> αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την [[τάση]] να προσφέρει.
|mltxt=η (AM [[δοτική]]<br />Α [[δοτικός]], -ή, -όν)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τρίτη]] [[πτώση]] τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επίθ.</b> αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την [[τάση]] να προσφέρει.
}}
{{elru
|elrutext='''δοτική:''' ἡ (sc. [[πτῶσις]]) грам. дательный падеж Plut.
}}
}}

Revision as of 14:44, 31 December 2018

Greek Monolingual

η (AM δοτική
Α δοτικός, -ή, -όν)
το θηλ. ως ουσ. η τρίτη πτώση τών ονομάτων της αρχ. Ελληνικής, της Λατινικής και άλλων γλωσσών που σήμαινε αρχικά εκείνον στον οποίο δίνεται κάτι
αρχ.
επίθ. αυτός που δίνει εύκολα, που έχει την τάση να προσφέρει.

Russian (Dvoretsky)

δοτική: ἡ (sc. πτῶσις) грам. дательный падеж Plut.