δυσδιερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται.
|mltxt=[[δυσδιερεύνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα διερευνάται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσδιερεύνητος:''' -ον ([[διερευνάω]]), αυτός που είναι [[δύσκολος]] να ερευνηθεί, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιερεύνητος Medium diacritics: δυσδιερεύνητος Low diacritics: δυσδιερεύνητος Capitals: ΔΥΣΔΙΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdiereúnētos Transliteration B: dysdiereunētos Transliteration C: dysdiereynitos Beta Code: dusdiereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to search thoroughly, Pl.R. 432c, D.C.51.26, Them.Or.21.254d.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu durchforschen; τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιερεύνητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ διερευνήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 432C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
diffile à rechercher ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, διερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar τόπος Pl.R.432c, τὰ στόμια αὐτοῦ (τοῦ σπηλαίου) D.C.51.26.4
fig., ref. a la búsqueda de la verdad πολλὰ δύσβατα καὶ ἐπίσκια καὶ ... δυσδιερεύνητα Them.Or.21.254d.

Greek Monolingual

δυσδιερεύνητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα διερευνάται.

Greek Monotonic

δυσδιερεύνητος: -ον (διερευνάω), αυτός που είναι δύσκολος να ερευνηθεί, σε Πλάτ.