δοιδυκοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοιδυκοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοίδυξ]] (-<i>κος</i>) «[[γουδοχέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]]. | |mltxt=[[δοιδυκοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοίδυξ]] (-<i>κος</i>) «[[γουδοχέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δοιδῡκοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] γουδοχεριών, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A pestle-maker, Plu.Phoc.4.
German (Pape)
[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.
Greek Monolingual
δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].
Greek Monotonic
δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.