δοιδυκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δοιδυκοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοίδυξ]] (-<i>κος</i>) «[[γουδοχέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]].
|mltxt=[[δοιδυκοποιός]], ο (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δοίδυξ]] (-<i>κος</i>) «[[γουδοχέρι]]» <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] <span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοιδῡκοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] γουδοχεριών, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιδῡκοποιός Medium diacritics: δοιδυκοποιός Low diacritics: δοιδυκοποιός Capitals: ΔΟΙΔΥΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: doidykopoiós Transliteration B: doidykopoios Transliteration C: doidykopoios Beta Code: doidukopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pestle-maker, Plu.Phoc.4.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.

Greek Monolingual

δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.