δύσδαμαρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσδαμαρ]](-ρτος), ο (Α)<br />αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
|mltxt=[[δύσδαμαρ]](-ρτος), ο (Α)<br />αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσδᾰμαρ:''' -αρτος, ὁ, ἡ, [[ατυχής]] στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσδᾰμαρ Medium diacritics: δύσδαμαρ Low diacritics: δύσδαμαρ Capitals: ΔΥΣΔΑΜΑΡ
Transliteration A: dýsdamar Transliteration B: dysdamar Transliteration C: dysdamar Beta Code: du/sdamar

English (LSJ)

αρτος, ὁ, ἡ,

   A ill-wedded, A.Ag.1319.

German (Pape)

[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.

Greek (Liddell-Scott)

δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.

French (Bailly abrégé)

αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.

Greek Monolingual

δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.

Greek Monotonic

δύσδᾰμαρ: -αρτος, ὁ, ἡ, ατυχής στη σύζυγο, αυτός που ατύχησε στο γάμο του, κακοπαντρεμένος, σε Αισχύλ.