δυσεκβίαστος: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσεκβίαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον. | |mltxt=[[δυσεκβίαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεκβίαστος:''' неодолимый, неприступный ([[ἕδρα]], [[τόπος]] Plut.): δυσεκβίαστοι ἐπιθυμίαι Plut. непреодолимые страсти (желания). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A hard to overpower, ἐπιθυμίαι Plu.2.127a, cf.Cor.2, Eun.VSp.500 B.
German (Pape)
[Seite 678] dem man schwer etwas entreißen kann, Plut. Ages. 2 u. öfter; übh = unbezwinglich.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκβίαστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταβάλῃ τις, Πλούτ. 2. 127Α. ― Ἐπίρρ. δυσεκβιάστως Ν. Χων. σ. 273. 5 (Βόνν).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à repousser ou à vaincre par la force, difficile à soumettre.
Étymologie: δυσ-, ἐκβιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers., sent. fís. difícil de dominar, de vencer βάρος ref. al cuerpo de un luchador, Plu.Cor.2
•fig. ἐπιθυμίαι Plu.2.127a
•sent. anímico que no se deja ablandar, obstinado τραχὺς καὶ δ. Plu.Phoc.10, φιλόνεικος ... καὶ δ. Eun.VS 500.
2 de lugares inexpugnable (τόπος) χαλεπὸς καὶ δ. τοῖς παροικοῦσιν Plu.Arat.50.
Greek Monolingual
δυσεκβίαστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα εκβιάζεται ή καταβάλλεται από άλλον.
Russian (Dvoretsky)
δυσεκβίαστος: неодолимый, неприступный (ἕδρα, τόπος Plut.): δυσεκβίαστοι ἐπιθυμίαι Plut. непреодолимые страсти (желания).