δρυκολάπτης: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δρυκολάπτης]], ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δρυοκολάπτης]]. | |mltxt=[[δρυκολάπτης]], ο (Α)<br /><b>βλ.</b> [[δρυοκολάπτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δρυκολάπτης:''' ὁ, = [[δρυοκολάπτης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. δρυοκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
Greek (Liddell-Scott)
δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.
Spanish (DGE)
(δρῠκολάπτης) -ου, ὁ pájaro carpintero Ar.Au.480, 979, Eust.664.37, cf. δρυοκολάπτης.
Greek Monolingual
δρυκολάπτης, ο (Α)
βλ. δρυοκολάπτης.
Greek Monotonic
δρυκολάπτης: ὁ, = δρυοκολάπτης, σε Αριστοφ.