δύσπεμπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσπεμπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.
|mltxt=[[δύσπεμπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσπεμπτος:''' -ον ([[πέμπω]]), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσπεμπτος Medium diacritics: δύσπεμπτος Low diacritics: δύσπεμπτος Capitals: ΔΥΣΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: dýspemptos Transliteration B: dyspemptos Transliteration C: dyspemptos Beta Code: du/spemptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to banish, A.Ag.1190.

German (Pape)

[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à renvoyer.
Étymologie: δυσ-, πέμπω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de expulsar κῶμος ... δ. ἔξω ... Ἐρινύων A.A.1190.

Greek Monolingual

δύσπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αποπέμπεται.

Greek Monotonic

δύσπεμπτος: -ον (πέμπω), αυτός που δύσκολα αποστέλλεται, αποδιώχνεται, απομακρύνεται, σε Αισχύλ.