δύστρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τραυματίζεται. | |mltxt=[[δύστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τραυματίζεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύστρωτος:''' трудно уязвимый (λίθῳ καὶ σιδήρῳ Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to injure, σιδήρῳ καὶ λίθῳ Plu.2.983d, cf. Apollod.Poliorc. 139.8: Comp., Gal.UP1.2.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu verwunden, Plut. sol. anim. 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à blesser, à atteindre.
Étymologie: δυσ-, τιτρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de dañar, invulnerable σιδήρῳ καὶ λίθῳ del nido del halción, Plu.2.983d, μηχανήματα ... εἰς πολιορκίαν Apollod.Poliorc.139.8, θώραξ ... πάντων δερμάτων δυστρωτότερον ὄργανον Gal.3.4.
Greek Monolingual
δύστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.
Russian (Dvoretsky)
δύστρωτος: трудно уязвимый (λίθῳ καὶ σιδήρῳ Plut.).