δυσχορήγητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]]. | |mltxt=[[δυσχορήγητος]], -ον (Α)<br />(για [[δράμα]]) αυτό που απαιτεί [[μεγάλη]] [[δαπάνη]] για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται [[χορηγός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσχορήγητος:''' (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A difficult to stage, Plu.2.712e.
German (Pape)
[Seite 691] durch großen Aufwand schwierig, Plut. Symp. 7, 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχορήγητος: -ον, δυσκόλως χορηγούμενος, δύσκολος ἕνεκα τῆς δαπάντης, Πλούτ. 2. 712Ε.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de representar neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de representar διὰ τὰ μήκη τῶν δραμάτων καὶ τὸ δ. Plu.2.712e.
Greek Monolingual
δυσχορήγητος, -ον (Α)
(για δράμα) αυτό που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να παρασταθεί και για το οποίο δύσκολα βρίσκεται χορηγός.
Russian (Dvoretsky)
δυσχορήγητος: (из-за больших расходов) трудный для постановки (sc. δράματα Plut.).