δωρικός: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(10)
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δωρικός]], -ή, -όν<br />Α και [[δωριακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική [[απλότητα]], [[λιτότητα]], [[αδρότητα]] κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δωρικός]] [[κίων]], δωρική [[κολόνα]]»<br /><b>2.</b> «[[δωρικός]] [[ναός]], [[ρυθμός]]» — [[αρχιτεκτονικός]] [[ρυθμός]] της ελληνικής αρχαιότητας [[χαρακτηριστικός]] για την οργανική [[συνοχή]] τών μελών του [[μεταξύ]] τους και [[προς]] το [[σύνολο]], για την αρμονική [[αντίθεση]] στηριζόντων και στηριζόμενων μελών, [[καθώς]] και την αγαλματικότητά του<br /><b>3.</b> «δωρικοὶ ἔρωτες» — ομοφυλοφιλικές σχέσεις αντρών.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δωρικός]], -ή, -όν<br />Α και [[δωριακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική [[απλότητα]], [[λιτότητα]], [[αδρότητα]] κ.λπ.», «ἁπλοῦν
τε καὶ δωρικόν»)<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| <b>νεοελλ.</b> <b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «[[δωρικός]] [[κίων]], δωρική [[κολόνα]]»<br /><b>2.</b> «[[δωρικός]] [[ναός]], [[ρυθμός]]» — [[αρχιτεκτονικός]] [[ρυθμός]] της ελληνικής αρχαιότητας [[χαρακτηριστικός]] για την οργανική [[συνοχή]] τών μελών του [[μεταξύ]] τους και [[προς]] το [[σύνολο]], για την αρμονική [[αντίθεση]] στηριζόντων και στηριζόμενων μελών, [[καθώς]] και την αγαλματικότητά του<br /><b>3.</b> «δωρικοὶ ἔρωτες» — ομοφυλοφιλικές σχέσεις αντρών.
}}
}}

Revision as of 14:22, 27 March 2021

German (Pape)

[Seite 695] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δωρικός, -ή, -όν
Α και δωριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῦν

τε καὶ δωρικόν»)
2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·