ἐγκολπίας: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐγκολπίας]])<br />[[τοπικός]] [[άνεμος]] που πνέει από θαλάσσιο [[κόλπο]], η [[μποκαδούρα]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐγκολπίας]])<br />[[τοπικός]] [[άνεμος]] που πνέει από θαλάσσιο [[κόλπο]], η [[μποκαδούρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκολπίας:''' ου adj. m дующий со стороны залива (ἄνεμοι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἄνεμος, a local wind
A blowing from a bay, Arist.Mu.394b15.
German (Pape)
[Seite 709] ἄνεμος, Wind, der im Meerbusen entsteht, Arist. mund. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκολπίας: ἄνεμος, ἐπιτόπιος ἄνεμος, ἐν κόλπῳ τινὶ γεννώμενος καὶ πνέων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 10.
Spanish (DGE)
-ου
adj. que sopla desde un golfo ἄνεμος Arist.Mu.394b15, cf. Seneca QN 5.8.1.
Greek Monolingual
ο (AM ἐγκολπίας)
τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκολπίας: ου adj. m дующий со стороны залива (ἄνεμοι Arst.).