εἰληδόν: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(10)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἰληδόν]] και εἰληδά (Α)<br /><b>επίρρ.</b> «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.———————— <b>(II)</b><br />[[εἰληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> περίπλοκα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἰληδόν]] και εἰληδά (Α)<br /><b>επίρρ.</b> «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.———————— <b>(II)</b><br />[[εἰληδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> περίπλοκα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰληδόν:''' -δά, επίρρ. ([[εἰλέω]]), [[μέσο]] κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰληδόν Medium diacritics: εἰληδόν Low diacritics: ειληδόν Capitals: ΕΙΛΗΔΟΝ
Transliteration A: eilēdón Transliteration B: eilēdon Transliteration C: eilidon Beta Code: ei)lhdo/n

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη)

   A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917.    II (εἰλέω) by twisting or coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.———————— (II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.