εκφαίνω: Difference between revisions
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
(11) |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκφαίνω]])<br />[[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]], [[εκδηλώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>μσν.</b><br />(με αιτ. προσ.) [[προβαίνω]] σε αποκαλύψεις σε [[βάρος]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα μάτια) [[αστράφτω]], [[λάμπω]] («ἐν δὲ οἱ [[ὄσσε]] δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν [[φοβερά]], Όμηρ.)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... | |mltxt=(AM [[ἐκφαίνω]])<br />[[φέρνω]] στο φως, [[φανερώνω]], [[εκδηλώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>μσν.</b><br />(με αιτ. προσ.) [[προβαίνω]] σε αποκαλύψεις σε [[βάρος]] κάποιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τα μάτια) [[αστράφτω]], [[λάμπω]] («ἐν δὲ οἱ [[ὄσσε]] δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν [[φοβερά]], Όμηρ.)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]] («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... ἐκφανεῖτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς» — αν δεν παρουσιάσετε τον δράστη [[μπρος]] στα μάτια μου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διευκρινίζω]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα, καταστάσεις) [[γνωστοποιώ]], [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]]<br /><b>5.</b> [[δείχνω]] απροκάλυπτα<br /><b>6.</b> [[κηρύσσω]] («[[ἐκφαίνω]] πόλεμον»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 27 May 2022
Greek Monolingual
(AM ἐκφαίνω)
φέρνω στο φως, φανερώνω, εκδηλώνω, αποκαλύπτω
μσν.
(με αιτ. προσ.) προβαίνω σε αποκαλύψεις σε βάρος κάποιου
αρχ.
1. (για τα μάτια) αστράφτω, λάμπω («ἐν δὲ οἱ ὄσσε δεινὸν ἐξεφάανθεν» — τα μάτια του έλαμψαν φοβερά, Όμηρ.)
2. παρουσιάζω («εἰ μὴ τὸν αὐτόχειρα... ἐκφανεῖτ' ἐς ὀφθαλμοὺς ἐμούς» — αν δεν παρουσιάσετε τον δράστη μπρος στα μάτια μου, Σοφ.)
3. διευκρινίζω
4. (για πράγματα, καταστάσεις) γνωστοποιώ, φανερώνω, αποκαλύπτω
5. δείχνω απροκάλυπτα
6. κηρύσσω («ἐκφαίνω πόλεμον»).