ἐκφλαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκφλαυρίζω]] (Α)<br />[[εκφαυλίζω]], [[εξευτελίζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] μηδαμινό, ανάξιο λόγου.
|mltxt=[[ἐκφλαυρίζω]] (Α)<br />[[εκφαυλίζω]], [[εξευτελίζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] μηδαμινό, ανάξιο λόγου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφλαυρίζω:''' Αττ. αντί [[ἐκφαυλίζω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφλαυρίζω Medium diacritics: ἐκφλαυρίζω Low diacritics: εκφλαυρίζω Capitals: ΕΚΦΛΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: ekphlaurízō Transliteration B: ekphlaurizō Transliteration C: ekflavrizo Beta Code: e)kflauri/zw

English (LSJ)

   A make light of, πρᾶγμα f.l. in Plu.2.680c, cf. Pomp. 57, prob. in Sch.Ar.Pl.885.

German (Pape)

[Seite 785] = ἐκφαυλίζω, Plut. Pomp. 57 Sert. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφλαυρίζω: Ἀττ. ἀντὶ ἐκφαυλίζω, Πλουτ. Πομπ. 57, κτλ.

French (Bailly abrégé)

c. ἐκφαυλίζω.

Spanish (DGE)

infravalorar, minimizar, ridiculizar πράξεις Plu.Pomp.57, cf. Plu.2.680c τὸν λόγον Plu.Sert.26, τὴν ἀνθρωπίνην δύναμιν ὡς ἄπιστον Plu.Phil.19
frec. en cód. ἐκφλυαρίζω q.u.

Greek Monolingual

ἐκφλαυρίζω (Α)
εκφαυλίζω, εξευτελίζω, καθιστώ κάτι μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Greek Monotonic

ἐκφλαυρίζω: Αττ. αντί ἐκφαυλίζω, σε Πλούτ.