ἐλαφρύνω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐλαφρύνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό, [[αλαφραίνω]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] ευκολότερο [[κάτι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες.
|mltxt=(AM [[ἐλαφρύνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ελαφρό, [[αλαφραίνω]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] ευκολότερο [[κάτι]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανακουφίζω]] κάποιον από [[θλίψη]], κόπους, δαπάνες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαφρύνω:''' [ῡ], κάνω [[κάτι]] ελαφρύ, [[ελαφρώνω]], σε Βάβρ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαφρύνω Medium diacritics: ἐλαφρύνω Low diacritics: ελαφρύνω Capitals: ΕΛΑΦΡΥΝΩ
Transliteration A: elaphrýnō Transliteration B: elaphrynō Transliteration C: elafryno Beta Code: e)lafru/nw

English (LSJ)

   A make light, lighten, πόλεμον Jul.Or.1.1Sc, cf. Babr.111.6 (Pass.), Aq.Jb.39.34 (40.4).    2 relieve, ἀνίας Eus.Mynd.1; κεφαλήν Ruf. ap. Orib.8.47 (b).1:—Pass., ἐλαφρυνθήσεται τοῦ ὄγκου Hippiatr.126.    b relieve of fiscal burdens, ἑαυτὸν ἐ. τῆς συντελείας Just.Nov.43.1.2:— Pass., ibid.

German (Pape)

[Seite 792] leicht machen, erleichtern, Sp., wie Charit. 6, 6, ἑαυτὸν τῆς διακονίας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρύνω: καθιστῶ ἐλαφρόν, ἐλαφρύνω, Βαρβ. 111. 6, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

alléger.
Étymologie: ἐλαφρός.

Spanish (DGE)

I tr.
1 aligerar ἐλαφρύνοντος τοῦ δαιμονίου τὸ βάρος D.Chr.13.3
aligerar, despejar τόν τε θώρακα τήν τε κεφαλήν Ruf. en Orib.8.47.8
fig. hacer ligero o fácil c. ac. σοὶ ... πόλεμον Iul.Or.1.18c
fig. aliviar c. ac. ἐλαφρύνοιμι ... ἀκεσίμῳ λόγῳ τὰς ἀνίας Eus.Mynd.1.
2 aliviar, aligerar de cargas fiscales, deudas y otras obligaciones ἑαυτὸν ἐλαφρύνειν τῆς συντελείας Iust.Nou.43.1.2, en v. pas. ἐλαφρυνθῆναι τῶν χρεῶν PGen.14.22 (VI/VII d.C.)
abs., crist. ἐν τῇ ἀφέσει ἐλαφρύνειν aliviar con el perdón, Const.App.2.18.7, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.
II intr. en v. med.-pas.
1 aligerarse de peso συντακέντων τῶν ἁλῶν ἐλαφρύνθη al disolverse la sal se aligeró un asno cargado, Babr.111.6.
2 fig. actuar o hablar a la ligera ἰδοὺ ἠλαφρύνθην Aq.Ib.39.34.

Greek Monolingual

(AM ἐλαφρύνω)
1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω
2. καθιστώ ευκολότερο κάτι
μσν.- νεοελλ.
ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες.

Greek Monotonic

ἐλαφρύνω: [ῡ], κάνω κάτι ελαφρύ, ελαφρώνω, σε Βάβρ.