εκστρέφω: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(11) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐκστρέφω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[προς]] τα έξω, [[ανασπώ]], [[ξεριζώνω]] («[[ἄνεμος]] βόθρου τ' ἐξέστρεψε ([[δένδρον]])» — ο [[άνεμος]] ξερίζωσε το [[δέντρο]] από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] το [[μέσα]] έξω, [[γυρίζω]] [[ανάποδα]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταστρέφω]], [[αλλάζω]] εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς | |mltxt=(AM [[ἐκστρέφω]])<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[προς]] τα έξω, [[ανασπώ]], [[ξεριζώνω]] («[[ἄνεμος]] βόθρου τ' ἐξέστρεψε ([[δένδρον]])» — ο [[άνεμος]] ξερίζωσε το [[δέντρο]] από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] το [[μέσα]] έξω, [[γυρίζω]] [[ανάποδα]], [[αναποδογυρίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μεταστρέφω]], [[αλλάζω]] εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῦ τρόπους», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[μεταβάλλω]] τα ευγενή μέταλλα σε [[χρυσάφι]]<br /><b>5.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐξεστραμμένος</i><br />διεστραμμένος, διεφθαρμένος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:30, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῦ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.