εκστρέφω

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνωἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῦ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.