ἐμπεριγράφω: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | |mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ],
A comprehend in a thing, v.l. for συμπ-, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.
German (Pape)
[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
Spanish (DGE)
circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
Greek Monolingual
ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.