ἐμφιλόσοφος: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμφιλόσοφος]], -ον (AM)<br />αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει [[φιλοσοφία]], ο [[φιλοσοφικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐμφιλοσόφως</i><br />με [[φιλοσοφία]], [[φιλοσοφικώς]]. | |mltxt=[[ἐμφιλόσοφος]], -ον (AM)<br />αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει [[φιλοσοφία]], ο [[φιλοσοφικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐμφιλοσόφως</i><br />με [[φιλοσοφία]], [[φιλοσοφικώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμφιλόσοφος:''' проникнутый философскими идеями, философский ([[λόγος]] Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A philosophical, αἰσθήσεις Ph.2.22, cf. Ptol. Tetr.158, D.L.2.40; τέχνη Olymp.Alch.p.70B.
German (Pape)
[Seite 819] der Philosophie gemäß, philosophisch behandelt, D. L. 2, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφιλόσοφος: φιλοσοφικός, Διογ. Λ. 2. 40.
Spanish (DGE)
-ον
1 filosófico, que posee la virtud de la filosofía (λόγος) δικανικὸς ἢ ἐ. D.L.2.40, δύο εἰσὶν ἐμφιλόσοφοι καὶ ἡγεμονίδες (αἰσθήσεις)· ἀκοὴ καὶ ὅρασις Ph.2.22, cf. Nil.M.79.528D, λέξις Cyr.Al.Dial.Trin.1.391c, δόγματα Chrys.M.62.363, ζήτημα Vit.Aesop.W.35, de pers., Ptol.Tetr.3.14.13, 16.
2 propio de un filósofo, filosófico ζωή Olymp.in Grg.proem.5
•crist. virtuoso βίος Gr.Nyss.V.Mos.51.7
•esp. de la vida ascética meditativo, contemplativo διαγωγή Gr.Nyss.V.Macr.381.20, πράξεις Nil.M.79.240B
•neutr. subst. ἔδειξε τὸ ἐνάρετον καὶ ἐμφιλόσοφον de Cristo, Chrys.M.58.746.
II adv. -ως según la filosofía, filosóficamente λέγει Olymp.in Grg.25.1, cf. Sch.Aristid.2.134.8, Rh.3.607.28, ζῶντες Olymp.in Grg.proem.1.
Greek Monolingual
ἐμφιλόσοφος, -ον (AM)
αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός.
επίρρ...
ἐμφιλοσόφως
με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφιλόσοφος: проникнутый философскими идеями, философский (λόγος Diog. L.).