ἐννήυσκλοι: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enniyskloi | |Transliteration C=enniyskloi | ||
|Beta Code=e)nnh/uskloi | |Beta Code=e)nnh/uskloi | ||
|Definition=<b class="b3">ὑποδήματα Αακωνικῶν ἐφήβων</b>, Hsch. ( | |Definition=<b class="b3">ὑποδήματα Αακωνικῶν ἐφήβων</b>, Hsch. ([[ἐννήϊσκλοι]] cod.): fr. [[ἐννῆ]] and [[ὕσκλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 15:55, 8 July 2020
English (LSJ)
ὑποδήματα Αακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.
Greek Monolingual
ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].