εξαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(12)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαράσσω]] και αττ. τ. έξαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[σπάζω]] («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε [[ποτί]] τρόπιν»)<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[σχίζω]] βίαια<br /><b>3.</b> [[βρίζω]] κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[συντρίβω]]»].
|mltxt=[[ἐξαράσσω]] και αττ. τ. έξαράττω (Α)<br /><b>1.</b> [[συντρίβω]], [[σπάζω]] («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε [[ποτί]] τρόπιν»)<br /><b>2.</b> [[διαρρηγνύω]], [[σχίζω]] βίαια<br /><b>3.</b> [[βρίζω]] κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς καἰσχροῖσι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αράσσω]] «[[συντρίβω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α)
1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν»)
2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια
3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»].