επαισχύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(12)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαισχύνομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b> [[ντρέπομαι]] να [[κάνω]] ή να υποστώ [[κάτι]] («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων [[τἀναντία]] εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[ντρέπομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] που έκανα ή [[κάνω]] («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> από [[ντροπή]] δεν [[ομολογώ]], [[αρνούμαι]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον άσχημο, [[ασχημίζω]].
|mltxt=[[ἐπαισχύνομαι]] (AM)<br /><b>(αποθ.)</b> [[ντρέπομαι]] να [[κάνω]] ή να υποστώ [[κάτι]] («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων [[τἀναντία]] εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με αιτ.) [[ντρέπομαι]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[ντρέπομαι]] για [[κάτι]] που έκανα ή [[κάνω]] («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> από [[ντροπή]] δεν [[ομολογώ]], [[αρνούμαι]] κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>5.</b> <b>ενεργ.</b> [[κάνω]] κάποιον άσχημο, [[ασχημίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 20:20, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπαισχύνομαι (AM)
(αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῖν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.)
αρχ.
1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.)
2. (με αιτ.) ντρέπομαι κάποιον
3. ντρέπομαι για κάτι που έκανα ή κάνω («οὐδ' ἐπαισχύνει λέγων», Σοφ.)
4. από ντροπή δεν ομολογώ, αρνούμαι κάποιον ή κάτι
5. ενεργ. κάνω κάποιον άσχημο, ασχημίζω.