ἐπαρχικός: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαρχικός]], -ή, -όν (Α) [[έπαρχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, κατοικεί στην [[επαρχία]] («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπαρχικός]], -ή, -όν (Α) [[έπαρχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική [[εξουσία]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει, κατοικεί στην [[επαρχία]] («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαρχικός:''' -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην [[επαρχία]], [[επαρχιακός]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχικός Medium diacritics: ἐπαρχικός Low diacritics: επαρχικός Capitals: ΕΠΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: eparchikós Transliteration B: eparchikos Transliteration C: eparchikos Beta Code: e)parxiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἔπαρχος, ἐ. ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14.    II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.