ἐπεγερτικός: Difference between revisions
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπεγερτικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[εγερτικός]]<br /><b>1.</b> αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («[[μέλος]]... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπεγερτικός:''' <b class="num">1)</b> пробуждающий от сна ([[ἀρχή]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A awakening, Arist.Pr.886a9. II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.
German (Pape)
[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à réveiller, à exciter, gén..
Étymologie: ἐπεγείρω.
Greek Monolingual
ἐπεγερτικός, -ή, -όν (Α)
εγερτικός
1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον
2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπεγερτικός: 1) пробуждающий от сна (ἀρχή Arst.);
2) способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.).