επεισόδιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
(13) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεισόδιος]], -ον (Α) [[επείσοδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' έξω («[[σύμφυτον]] ἔχει τὴν | |mltxt=[[ἐπεισόδιος]], -ον (Α) [[επείσοδος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται απ' έξω («[[σύμφυτον]] ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπεισόδιον</i><br /><b>βλ.</b> [[επεισόδιο]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 15 February 2019
Greek Monolingual
ἐπεισόδιος, -ον (Α) επείσοδος
1. αυτός που προέρχεται απ' έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῦ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον»)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον
βλ. επεισόδιο.