επικέλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], το [[αράζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεγγίζω]] στην [[ξηρά]] («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλλω]] «[[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]»].
|mltxt=[[ἐπικέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πλησιάζω]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]], το [[αράζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[προσεγγίζω]] στην [[ξηρά]] («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῖς», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κέλλω]] «[[οδηγώ]] [[πλοίο]] στην [[ξηρά]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:04, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἐπικέλλω (Α)
1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω
2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῖς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].