ἐπιλιμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(13)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
|mltxt=[[ἐπιλιμνάζω]] (AM) [[λιμνάζω]]<br />[[κατακλύζω]], [[παρέχω]] πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλιμνάζω:''' затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 958] einen See bilden durch Ueberschwemmung, πεδία ἐπιλελιμνασμένα χειμάῤῥοις, überschwemmt, Plut. Caes. 25.

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. ἐπιλελιμνασμένος;
former un marais en couvrant d’eaux stagnantes.
Étymologie: ἐπί, λιμνάζω.

Greek Monolingual

ἐπιλιμνάζω (AM) λιμνάζω
κατακλύζω, παρέχω πλουσιοπάροχα («[[[Χριστός]]] πάντων ἀγαθῶν ἐκ τοῡ οἰκείου πληρώματος τοῑς πᾱσιν ἐπιλιμνάζων»).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλιμνάζω: затоплять, наводнять, заболачивать (πεδία χειμάρροις ἐπιλελιμνασμένα Plut.).