ἐπισπονδή: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισπονδή]] (Α) [[επισπένδω]]<br />ανανεωμένη [[ανακωχή]] ή [[ανακωχή]] που μπορεί να ανανεωθεί.
|mltxt=[[ἐπισπονδή]] (Α) [[επισπένδω]]<br />ανανεωμένη [[ανακωχή]] ή [[ανακωχή]] που μπορεί να ανανεωθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισπονδή:''' ἡ ([[ἐπισπένδω]]), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη [[ανακωχή]], που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπονδή Medium diacritics: ἐπισπονδή Low diacritics: επισπονδή Capitals: ΕΠΙΣΠΟΝΔΗ
Transliteration A: epispondḗ Transliteration B: epispondē Transliteration C: epispondi Beta Code: e)pispondh/

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A treaty made after another, Th.5.32.

German (Pape)

[Seite 981] ἡ, späteres Bündniß, plur., Thuc. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπονδή: ἡ, ἀνανεωθεῖσα ἀνακωχή, ἢ ἣν δύναταί τις νὰ ἀνανεώσῃ. Θουκ. 5. 32, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
traité ou trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.
Étymologie: ἐπισπένδω.

Greek Monolingual

ἐπισπονδή (Α) επισπένδω
ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.

Greek Monotonic

ἐπισπονδή: ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.