ερεύθω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(14) |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι | |mltxt=[[ἐρεύθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] ερυθρό, το [[κοκκινίζω]], το [[χρωματίζω]] κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[ερυθρός]], [[κοκκινωπός]], [[κοκκινίζω]] («τὸ [[πρόσωπον]] ἐρεύθει», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς [[προς]] το αρχ. ισλ. <i>rj</i><i>ō</i><i>da</i> «[[ματώνω]]», αρχ. αγγλ. <i>r</i><i>ē</i><i>odan</i> «[[χρωματίζω]], [[βάφω]] [[κάτι]] κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>reudh</i>- «[[κόκκινος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγεται και το μεταρρηματικό [[έρευθος]], που αντιστοιχεί [[προς]] το λατ. <i>r</i><i>ō</i><i>bur</i> «[[δρυς]], το σκληρό σκούρο εσωτερικό [[ξύλο]] ορισμένων δένδρων»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἐρεύθω (Α)
1. κάνω κάτι ερυθρό, το κοκκινίζω, το χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῖαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.)
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί ακριβώς προς το αρχ. ισλ. rjōda «ματώνω», αρχ. αγγλ. rēodan «χρωματίζω, βάφω κάτι κόκκινο» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα reudh- «κόκκινος». Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το μεταρρηματικό έρευθος, που αντιστοιχεί προς το λατ. rōbur «δρυς, το σκληρό σκούρο εσωτερικό ξύλο ορισμένων δένδρων»].